προαναρπάζω

προαναρπάζω
ΜΑ
αρπάζω ή συλλαμβάνω κάτι προηγουμένως («παῑδας προαναρπασθῆναι», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀναρπάζω «αρπάζω, απάγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαναρπάζω — carry off pres subj act 1st sg προαναρπάζω carry off pres ind act 1st sg προαναρπάζω , προαναρπάζω carry off pres subj act 1st sg προαναρπάζω , προαναρπάζω carry off pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπάσῃ — προαναρπάζω carry off aor subj mid 2nd sg προαναρπάζω carry off aor subj act 3rd sg προαναρπάζω carry off fut ind mid 2nd sg προαναρπάσῃ , προαναρπάζω carry off aor subj mid 2nd sg προαναρπάσῃ , προαναρπάζω carry off aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπαζομένους — προαναρπάζω carry off pres part mp masc acc pl προαναρπαζομένους , προαναρπάζω carry off pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπασθεῖσαι — προαναρπάζω carry off aor part pass fem nom/voc pl προαναρπασθεῖσαι , προαναρπάζω carry off aor part pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπασθείημεν — προαναρπάζω carry off aor opt pass 1st pl προαναρπασθείημεν , προαναρπάζω carry off aor opt pass 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπασθείς — προαναρπάζω carry off aor part pass masc nom/voc sg προαναρπασθείς , προαναρπάζω carry off aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπασθῆναι — προαναρπάζω carry off aor inf pass προαναρπασθῆναι , προαναρπάζω carry off aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπασθῇς — προαναρπάζω carry off aor subj pass 2nd sg προαναρπασθῇς , προαναρπάζω carry off aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπασθέντας — προαναρπάζω carry off aor part pass masc acc pl προαναρπασθέντας , προαναρπάζω carry off aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναρπασθέντες — προαναρπάζω carry off aor part pass masc nom/voc pl προαναρπασθέντες , προαναρπάζω carry off aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”